διαπρεπῶν

διαπρεπῶν
διαπρεπής
distinguished
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαπρέπων — διαπρέπω appear prominent pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANTHONGES — pastor, seditionem in Iudaeâ movit, propter quam duo fere hominum milia in crucem acta sunt. Α᾿θρόγτης dicitur Iosepho Ant. Iud. l. 17. καὶ Ἀνθρόγτης ἀνὴρ οὔτε προγόνων ἐπιφανὴς ἀξιώματι, οὔτε ἀρετῆς περιουσίᾳ, ἠ ` τινῶν πλήθει χρημάτων, ποιμὴ δὲ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σημαντήρας — Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών. 1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον… …   Dictionary of Greek

  • συναξάρι — Εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει σύντομες ή εκτενέστερες διηγήσεις σχετικά με τη ζωή και τα μαρτύρια των διάφορων άγιων. Τα κείμενα αυτά έχουν διαταχθεί κατά την εορτολογική τους σειρά και διαβάζονται στις λειτουργικές συνάξεις. Αυτά… …   Dictionary of Greek

  • Αθανάσιος ο Πάριος — (Πάρος 1725 – Χίος 1813). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων. Σπούδασε στη Σμύρνη και επί έξι χρόνια παρακολούθησε στο Άγιον Όρος τα μαθήματα της φιλολογίας και της φιλοσοφίας που δίδασκαν αντίστοιχα ο Νεόφυτος και ο …   Dictionary of Greek

  • Άνσελμο — Όνομα διαπρεπών θεολόγων. 1. Άγιος Ά. του Καντέρμπερι (Αόστα, Πεδεμόντιο 1033 – Καντέρμπερι, Αγγλία 1109). Ένας από τους πλέον ονομαστούς θεολόγους και σχολαστικούς φιλοσόφους του Μεσαίωνα. Καταγόταν από πλούσια αριστοκρατική οικογένεια της Αόστα …   Dictionary of Greek

  • διπλωματική — Επιστήμη η οποία με τη βοήθεια άλλων κλάδων, όπως η παλαιογραφία, η χρονολογία, η σφραγιδογραφία και η ιστορία του δικαίου, μελετά τα έγγραφα (διπλώματα) και καθορίζει τα απαραίτητα κριτήρια για την εξακρίβωση της αυθεντικότητάς τους, με σκοπό να …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης — (Σκυθόπολη Γαλιλαίας 514; – Λαύρα, Άγιος Σάββας 557;). Λόγιος, μοναχός και συγγραφέας. Σε πολύ νεαρή ηλικία μπήκε σε μοναστήρι κοντά στην ιδιαίτερη πατρίδα του και το 543 εγκαταστάθηκε στη μονή του Καλαμώνα κοντά στον Ιορδάνη ποταμό, όπου όμως… …   Dictionary of Greek

  • Λίμπιγκ, Γιούστους φον- — (Justus von Liebig, Ντάρμστατ 1803 – Μόναχο 1873). Γερμανός χημικός και πανεπιστημιακός. Ήταν γιος εμπόρου χημικών προϊόντων και έδειξε από νεαρή ηλικία ενδιαφέρον για χημικά πειράματα. Το 1820 γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Βόνης και το 1821… …   Dictionary of Greek

  • Ρεμούνδος, Γεώργιος — (Αθήνα 1878 – 1928, επί του πλοίου, κατά την επιστροφή του από τη Γαλλία). Έλληνας μαθηματικός. Μετά την αποφοίτησή του από το Βαρβάκειο Λύκειο, σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο τελείωσε αριστούχος, το 1900. Πέτυχε στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”